θειαφοκέρι

θειαφοκέρι
το
-ιού, κερί με φιτίλι βουτηγμένο στο θειάφι: Τον ζητούσε με το θειαφοκέρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θειαφοκέρι — το κερί οικιακής κατασκευής με φιτίλι βουτηγμένο σε θειάφι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”